λογούμαι

λογούμαι
(ε) см. λογίζομαι 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λογούμαι" в других словарях:

  • λογούμαι — (Μ λογοῡμαι) λογαριάζομαι, θεωρούμαι, νομίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λογίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • λογοῦμαι — λογάω to be fond of talking pres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic) λογόω introduce pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θανατολογούμαι — θανατολογοῡμαι, έομαι (Μ) λέγεται πως είμαι νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + λογούμαι (< λογος < λόγος), πρβλ. ακριβο λογούμαι] …   Dictionary of Greek

  • κρισολογούμαι — και κρισολογιέμαι 1. διεξάγω δίκη εναντίον κάποιου 2. δικάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίση + λογούμαι (< λόγος < λέγω), πρβλ. απο λογούμαι, δικαιολογούμαι] …   Dictionary of Greek

  • δεινολογώ — (μέσο) δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῡμαι) Ι. δεινολογώ νεοελλ. περιγράφω κάτι δυσάρεστο με υπερβολικό τρόπο II. δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῡμαι) μιλάω συνεχώς για τα δεινά μου, μεμψιμοιρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + λογούμαι < λόγος] …   Dictionary of Greek

  • επιρρωγολογούμαι — ἐπιρρωγολογοῡμαι, έομαι (Α) 1. μαζεύω μετά τον τρύγο τις ρώγες που έμειναν 2. (το ενεργ. κατά τον Ησύχ.) «ἐπιρρωγολογοῡσι καλαμῶνται τὸν ἀμπελῶνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρωξ, ρωγός «ρώγα του σταφυλιού» + λογούμαι, τού λογώ* «μαζεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ευαπολόγητος — η, ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, ον) αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία») αρχ. αυτός που είναι ικανός …   Dictionary of Greek

  • λογάμαι — λογίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λογούμαι, κατά τα ρ. σε άμαι (πρβλ. κοιμάμαι)] …   Dictionary of Greek

  • λογιέμαι — (ως μεσοπαθ. τ. τού λογιάζω ή λογίζομαι) θεωρώ τον εαυτό μου ή θεωρούμαι από άλλους («δεν λογιέται καλός άνθρωπος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λογούμαι, κατά τα ρ. σε ιέμαι] …   Dictionary of Greek

  • λογώ — (I) άω (Α λογῶ, άω ή έω) [λόγος] νεοελλ. λογαριάζω, στοχάζομαι αρχ. 1. επιθυμώ να ομιλώ 2. πιθ. υπολογίζω. (II) λογώ, όω (Α) [λόγος] 1. εισάγω τον λόγο σε κάτι 2. καθιστώ κάτι συμμετρικό 3. μέσ. λογοῡμαι, όομαι α) είμαι λογικός β) γίνομαι μέτοχος …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»